- σαρακοφάγωμα
- [саракофагома] ουσ ο червоточина.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
σαρακοφάγωμα — το, Ν διάβρωση, καταστροφή τού ξύλου από σαράκι, σαράκιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι + φάγωμα] … Dictionary of Greek
σαρακοφάγωμα — το, ατος διάβρωση από σαράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)